του Γιάννη Δραγασάκη*
Σχέδιο ανάκτησης δικαιωμάτων και αγαθών
Επειδή το καλοκαίρι προμηνύεται «θερμό», θα προτάξω τα καλά νέα, διότι υπάρχουν και καλά, και κακά νέα.
Προσωπικά, θεωρώ σημαντική πρόοδο το ότι σχεδόν καθολικά πλέον αναγνωρίζεται πως η ρύθμιση του δημόσιου χρέους συνιστά προαπαιτούμενο της εξόδου από την κρίση και όχι παρεπόμενό της. Και συνιστά πρόοδο διότι σε περίπτωση που είχαμε υιοθετήσει τη θέση αυτή ήδη από την περίοδο 2009-2010, ίσως σήμερα να μη βρισκόμασταν εδώ που είμαστε. Δεύτερον, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποφέρει χρόνια τώρα απλά και μόνο γιατί υποστηρίζει πως το χρέος δεν είναι βιώσιμο και πρέπει να διεκδικηθεί το «κούρεμά» του. Από αυτή την άποψη λοιπόν, εκτιμώ ως θετικό το γεγονός ότι σήμερα αναγνωρίζεται από ευρύτερες δυνάμεις ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Κατά την άποψή μου, το δεύτερο καλό νέο είναι η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η ρύθμιση του χρέους αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση, δεν είναι όμως πανάκεια. Να το πω αλλιώς. Η ρύθμιση του χρέους, ακόμη και η διαγραφή του, δεν αναιρούν την ανάγκη ριζικών μεταρρυθμίσεων και μετασχηματισμών που πρέπει να πραγματοποιηθούν. Αντίθετα, για να επιτύχει η όποια ρύθμιση του χρέους, και αυτή να μεταφραστεί σε όφελος του λαού, πρέπει να συνοδευτεί από ένα σχέδιο ανάκτησης δικαιωμάτων και δημόσιων αγαθών καθώς και ανακατανομής των βαρών και αναδιανομής του πλούτου υπέρ του λαού.
Τρίτο καλό νέο, το οποίο ίσως προκύπτει και εξαιτίας των δύο προηγούμενων, είναι ότι η κοινωνία, στη μεγάλη πλειονότητά της, είναι έτοιμη να στηρίξει μία διεκδίκηση, μία διαπραγμάτευση για το χρέος υπό τον όρο ότι αυτή θα συνοδεύεται ή θα εντάσσεται σ' ένα ευρύτερο σχέδιο, που στόχο θα έχει όχι τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής με το ίδιο ή άλλο όνομα, αλλά την ανατροπή όλων εκείνων των μέτρων που εκθεμελίωσαν δικαιώματα, κατέστρεψαν ζωές και έπληξαν βάναυσα την κοινωνία και τις προοπτικές της.
Θετικές μετατοπίσεις αλλά και σήματα κινδύνου από την Ευρώπη
Το άλλο καλό νέο μάς έρχεται από την Ευρώπη. Οι συσχετισμοί στην Ευρώπη παραμένουν αρνητικοί συνολικά. Και μάλιστα, η ενίσχυση της Ακροδεξιάς σε ορισμένες χώρες συνιστά σήμα κινδύνου. Όμως έχουμε και ορισμένες θετικές επιμέρους εξελίξεις.
Ενθαρρυντική είναι η συνειδητοποίηση, σε χώρους ακαδημαϊκούς και κινηματικούς, του γεγονότος ότι το πρόβλημα του χρέους δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά έχει πανευρωπαϊκή διάσταση, γι' αυτό και είναι επιβεβλημένη η ρύθμισή του σε αυτό το επίπεδο, με όρους αμοιβαιοποίησης. Θα σημείωνα εδώ τις προτάσεις των κυρίων Βαρουφάκη, Χόλαντ, Γκαλμπρέιθ, καθώς και την πρόταση των Wyplosz και Paris, στην οποία αναφέρθηκε ήδη ο κ. Σαχινίδης. Η σημασία των προτάσεων αυτών έγκειται στο ότι αποδεικνύουν πως υπάρχουν λύσεις, ακόμη και χωρίς την αλλαγή των συνθηκών. Όμως δεν υπάρχει η πολιτική βούληση για να εφαρμοστούν, ίσως γιατί ορισμένοι θέλουν να χρησιμοποιείται το χρέος ως μόνιμος μηχανισμός πίεσης.
Επανερχόμενοι στις εξελίξεις στην Ευρώπη, πρέπει να σημειώσουμε επίσης μια μικρή, αλλά ουσιώδη άνοδο της Αριστεράς, ενώ παράλληλα φαίνεται να συνειδητοποιείται ότι οι κυρίαρχες πολιτικές οδηγούν την Ευρώπη σε αδιέξοδο. Υπό αυτούς τους όρους, οι προτάσεις για ένα σύγχρονο New Deal δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα ή κάποιες χώρες του Νότου, αλλά αποτελούν προϋποθέσεις για τη βιώσιμη ανάπτυξη στην Ευρώπη.
Η κρίση σε μετάσταση και ο αυταρχισμός ως στήριγμα
Υπάρχουν όμως και αρνητικά νέα. Αναφέρθηκα ήδη στην άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη και στα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί η παρατεταμένη λιτότητα. Ειδικά στην Ελλάδα, σε αντίθεση με όσα λέγονται από την κυβέρνηση, δεν βρισκόμαστε σε πορεία εξόδου από την κρίση. Αυτό που ζούμε είναι μια μετάσταση της κρίσης. Σε κάποιους τομείς παρατηρείται μια βελτίωση. Ο τρόπος όμως που επήλθε αυτή η βελτίωση μεταφέρει την κρίση σε άλλες εστίες. Όταν, για παράδειγμα, στον Προϋπολογισμό τίθεται όριο για τις δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης (2,5%), ενώ η ανεργία εκτινάσσεται και διαλύει τα οικονομικά των ταμείων, τότε η κρίση βεβαίως μετασχηματίζεται σε κρίση της κοινωνικής ασφάλισης. Και αυτή είναι όντως μια νέα εστία της κρίσης σήμερα.
Το δεύτερο κακό νέο είναι ότι έχουμε μια κυβέρνηση η οποία καταφεύγει σε μια μορφή όψιμου θατσερισμού. Ο όψιμος θατσερισμός είναι πιο επικίνδυνος από τον "κλασικό", διότι στερείται επιχειρημάτων. Δεν μπορεί να καλλιεργήσει αυταπάτες. Δεν μπορεί να πει «ιδιωτικοποιώ τη ΔΕΗ για να έχω φτηνό ρεύμα», διότι έχει αποδειχθεί με στοιχεία τι έγινε όπου ιδιωτικοποιήθηκε η ενέργεια. Γι' αυτό και το μόνο του όπλο είναι ο αυταρχισμός. Γι' αυτό και είναι τόσο επικίνδυνος.
Πού βρισκόμαστε λοιπόν; Ποια διαπραγμάτευση χρειαζόμαστε;
Βρισκόμαστε σε ένα σημείο που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε επιλογές. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Εμείς πιστεύουμε ότι για την αναγκαία διαπραγμάτευση χρειάζεται κυβέρνηση με νωπή λαϊκή εντολή, με ευρεία κοινωνική και πολιτική στήριξη. Μία κυβέρνηση που να πιστεύει σε άλλη πολιτική. Διαφορετικά, δεν θα μπορεί να διαπραγματευθεί ακριβώς στη βάση του εναλλακτικού σχεδιασμού.
Γιατί όμως είναι αναγκαία μια κυβέρνηση με νωπή εντολή και χωρίς μνημονιακές δεσμεύσεις; Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αποδεχθεί ως δεδομένα όσα έγιναν στη χώρα. Δεν μπορεί να αποδεχτεί την αρχή ό γέγονε γέγονε. Είμαστε καθαροί σ' αυτό. Με επιστολές του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στους κυρίους Μπαρόζο και Ντράγκι, αλλά και στις συνομιλίες που έχουν γίνει με αξιωματούχους στο εξωτερικό, έχουμε δηλώσει καθαρά ότι δεν συμφωνούμε με όσα γίνονται στην Ελλάδα. Υπάρχει και το ζήτημα των ευθυνών. Κάποια στιγμή, ακόμη και ο κ. Σόιμπλε μίλησε για ευθύνες των ελληνικών ελίτ. Συμφωνούμε με τον κύριο Σόιμπλε ότι φταίνε κυρίως οι ελληνικές ελίτ για όσα έχουν γίνει και γίνονται, αλλά φταίνε μόνο οι ελληνικές ελίτ; Οι ευρωπαϊκές είναι αμέτοχες; Για εμάς υπάρχουν ευθύνες και σε ευρωπαϊκούς θεσμούς. Άρα, εμείς θα διαπραγματευθούμε και θα δεσμευτούμε για αυτά που στο όνομα του λαού και σε συμφωνία μαζί του θα συμφωνήσουμε.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το ερώτημα σήμερα, όπως ήδη είπα, δεν είναι εάν θα γίνει ή όχι διαπραγμάτευση. Δεν είναι εάν θα διεκδικήσουμε ή όχι ρύθμιση του χρέους. Το ερώτημα είναι ποια θα είναι αυτή η ρύθμιση. Θα αποσκοπεί στην εξασφάλιση ενός δημοσιονομικού χώρου για την άσκηση μιας άλλης πολιτικής υπέρ των αδυνάτων; Θα συνοδεύεται από μία στρατηγική ανάκτησης δικαιωμάτων και ανακατανομής των βαρών, στο έδαφος βεβαίως μιας νέας πορείας και όχι επιστροφής στο παρελθόν; Ή θα επιδιωχθεί κάποια ρύθμιση που θα στοχεύει απλώς στην κατάκτηση κάποιων περιθωρίων ελευθερίας, μιας ανάσας, δηλαδή, για τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής; Αυτή την επιλογή πρέπει να την κάνει ο λαός. Κανείς δεν μπορεί να το κάνει αυτό εκ μέρους του.
* Ομιλία στην εκδήλωση - συζήτηση που διοργάνωσε το Δίκτυο με θέμα «Το εθνικό μας... χρέος στη συναίνεση» 8.7.2014